ξενύχτισμα

ξενύχτισμα
το бодрствование, проведение ночи без сна; полуночничанье (разг )

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ξενύχτισμα" в других словарях:

  • ξενύχτισμα — το [ξενυχτίζω] διανυκτέρευση, ξενύχτι …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • παννυξία — ή, Α 1. το πλήρες σκοτάδι 2. ολονυκτία, ξενύχτισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + νύξ, νυκτός] …   Dictionary of Greek

  • μοιρολόγια ή μυρολόγια — Τραγούδια της ελληνικής λαϊκής μουσικής παράδοσης με πένθιμο περιεχόμενο τα οποία τραγουδιούνται, κατά τους θανάτους, από συγγενείς ή συγχωριανές του νεκρού αλλά και από γυναίκες (μοιρολογίστρες) που είναι ειδικευμένες σ’ αυτό το είδος του… …   Dictionary of Greek

  • παρηγοριά — παρηγοριά, η και παρηγόρια, η 1. μετριασμός της λύπης, ψυχική ανακούφιση, λόγος παρηγορητικός: Παρηγοριά στον άρρωστο, ώσπου να βγει η ψυχή του (παροιμ.). 2. συντροφιά με τους συγγενείς κατά τη διανυκτέρευση με το νεκρό, συμπαράσταση στο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»